- επιμεριστικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που ανήκει ή αναφέρεται στον επιμερισμό (βλ. λ.), ο διανεμητικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιμεριστικός — ή, ό [επιμεριστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επιμερισμό 2. φρ. «επιμεριστικές αντωνυμίες» είναι οι λέξεις: καθένας, ο καθένας, έκαστος, έτερος, εκάτερος … Dictionary of Greek
σύνολο — Στα μαθηματικά, με τον όρο αυτό εννοούμε «κάθε συλλογή από αντικείμενα καθορισμένα και τελείως διακεκριμένα μεταξύ τους, που τη θεωρούμε ως ένα όλο». Η διατύπωση αυτή οφείλεται στο δημιουργό της θεωρίας των σ. Γκέοργκ Κάντορ (1845 1918). Ο όρος… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
επιμεριστική ιδιότητα — Κοινή ιδιότητα των πράξεων της πρόσθεσης και του πολλαπλασιασμού που εκφράζεται με τις ταυτότητες: (α + β)γ = αγ + βγ, γ(α + β) = γα + γβ. Γενικά, ως ε.ι. ενός τελεστή Α ως προς την πράξη xψ εννοείται η ιδιότητα που εκφράζεται από την ισότητα:… … Dictionary of Greek